- χθαμαλότητα
- χθαμαλότηςlownessfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χθαμαλότητα — η / χθαμαλότης, ότητος, ΝΜΑ [χθαμαλός] το να είναι κανείς χθαμαλός, η ιδιότητα τού χθαμαλού … Dictionary of Greek
χθαμαλός — ή, ό / χθαμαλός, ή, όν, ΝΜΑ (λόγιος τ.) (συν. για έδαφος) χαμηλός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χθαμαλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαλακίων αρχ. 1. μτφ. ποταπός, μηδαμινός, τιποτένιος («χθαμαλοὶ καὶ μικροπρεπεῑς», Θεμίστ.) 2. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek